καφεπότης

καφεπότης
ο
θηλ. καφεπότισσα αυτός που κάνει υπερβολική χρήση καφέ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καφεπότης — ο, θηλ. καφεπότις αυτός που συνηθίζει να πίνει πολλούς καφέδες την ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφές + πότης (< πότης < πίνω), πρβλ. αιμο πότης, οινο πότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Νικόλαου Κοντόπουλου] …   Dictionary of Greek

  • καφεποσία — η το να πίνει κάποιος πολλούς καφέδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφεπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Αθανάσιο Ρουσόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”